αψόθυμος
Смотреть что такое "αψόθυμος" в других словарях:
αψόθυμος — η, ο βλ. αψίθυμος … Dictionary of Greek
αψίθυμος — και αψόθυμος, η, ο οξύθυμος, ευέξαπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αψίθυμος < αψύς + θυμός, ενώ ο τ. αψόθυμος, αν δεν είναι απευθείας από το αψός (μεταπλασμένος τ. του αψύς), σχηματίζεται επίσης από το αψίθυμος με το χαρακτηριστικό φωνήεν της συνθέσεως ο ] … Dictionary of Greek